- ἐντάλματα
- ἔνταλμαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διατάκτης — ο (AM διατάκτης) αυτός που διατάζει, εντολοδότης νεοελλ. δημόσιος λειτουργός εξουσιοδοτημένος να εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο ή δημοσιολογική αρχή που εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο αρχ. αυτός που επιβάλλει… … Dictionary of Greek
PHARISAEI — secta quaedam apud Iudaeos, orta temporibus belli Punici tertii, cuius sectae homines, non modo victu vitaeque institutô a reliquo vulgo secreti erant, sed etiam veste et corporis cultu, quapropter Pharisaei vocantur, quae dictio idem Hebraeis… … Hofmann J. Lexicon universale
ένταλμα — το (AM ἔνταλμα) εντολή, διαταγή («διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων καὶ διδασκαλίας», ΠΔ) μσν. νεοελλ. έγγραφη άδεια ή εντολή επίσημης αρχής νεοελλ. 1. έγγραφη εντολή αρμόδιας δικαστικής ή ανακριτικής αρχής με την οποία διατάσσεται η σύλληψη… … Dictionary of Greek
προπληρωμή — η, Ν [προπληρώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προπληρώνω, η προκαταβολή τής αξίας ενός πράγματος ή η προκαταβολή τής αμοιβής μιας εργασίας 2. (νομ. οικον.) το απαιτούμενο ποσό που προκαταβάλλεται από το δημόσιο ταμείο, με χρηματικά… … Dictionary of Greek
αθεώρητος — η, ο αυτός που δε θεωρήθηκε, δεν πέρασε από κάποιον έλεγχο: Τα εντάλματα πληρωμής είναι ακόμη αθεώρητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)